καμπυλιάζω

καμπυλιάζω
καμπ-ῠλιάζω, = sq., Phot., Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμπυλιάζω — (Α) [καμπύλος] καμπύλλω* …   Dictionary of Greek

  • καμπυλιάζειν — καμπυλιάζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”